νείομαι

νείομαι
νείομαι (Α)
βλ. νέομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νέομαι — και νείομαι και συνηρ. τ. νεῡμαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω πίσω («τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (σπάν.) πηγαίνω 3. (για ποταμό) ρέω προς τα πίσω («ποταμοὺς δ ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. νέομαι <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”